έμμισθος

έμμισθος
ος , ον наёмный, оплачиваемый;

έμμισθος εργασία — наёмный труд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμμισθος" в других словарях:

  • ἔμμισθος — in receipt of pay masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμισθος — η, ο (Α ἔμμισθος, ον) 1. αυτός που παίρνει μισθό («έμμισθος επιμελητής») 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία») αρχ. αυτός που πληρώνεται για κάτι …   Dictionary of Greek

  • έμμισθος — η, ο επίρρ. α 1. που παίρνει μισθό, ο μισθωτός: Έμμισθος υπάλληλος. 2. που γίνεται με μισθό, με αμοιβή: Έμμισθη εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμμίσθως — ἔμμισθος in receipt of pay adverbial ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμισθον — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc sg ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμίσθοις — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμίσθου — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμίσθους — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμίσθων — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμισθα — ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμισθοι — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»